- εξώβλητος
- ἐξώβλητος, -ον (Α)απόβλητος, διωγμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξώβλητος — outcast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώβλητον — ἐξώβλητος outcast masc/fem acc sg ἐξώβλητος outcast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώβλητοι — ἐξώβλητος outcast masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek